μετακινητό

μετακινητό
-ή, -ό (Α μετακινητός, -ή, -όν) [μετακινώ]
αυτός που μπορεί να μετακινηθεί
αρχ.
αυτός που μπορεί να μεταβληθεί, μεταβλητός («βουλόμενος εἰδέναι εἰ ἔτι μετακινητὴ εἴη ἡ ὁμολογία», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”